- κοινοδήμιον
- κοινοδήμιον, τὸ (Α)1. δημόσιο δικαστήριο2. κοινή, γενική συνέλευση τού λαού3. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ τῷ δημοσίῳ κοινόν».[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δήμιον, ουδ. τού δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επι-δήμιος, παν-δήμιος].
Dictionary of Greek. 2013.